Η υπερμετρωπία είναι μια οφθαλμική κατάσταση κατά την οποία η διαθλαστική δύναμη του ματιού προκαλεί τις ακτίνες φωτός που εισέρχονται στο μάτι να έχουν εστιακό σημείο που βρίσκεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή. Η οπτική οξύτητα είναι καλύτερη σε μακρινές (π.χ. 6 μέτρα) αποστάσεις παρά σε κοντινές (π.χ. 0,33 μέτρα) αποστάσεις.
Η απλή υπερμετρωπία οφείλεται σε μειωμένο αξονικό μήκος ή μειωμένη συγκλίνουσα ισχύ κερατοειδούς, φακού ή/και άλλων διαθλαστικών ιστών (πεπλατυσμένος κερατοειδής/μειωμένη καμπυλότητα, αυξημένο πάχος φακού κ.λπ.).
Ασθενοπία (καταπόνηση των ματιών) ή / και πόνος στα μάτια αναφέρεται συχνά και συνήθως συνδέεται με πονοκεφάλους λόγω κοντινής εργασίας όπως η ανάγνωση, η γραφή ή η εργασία στον υπολογιστή. Μπορεί να προκύψει δυσλειτουργία προσαρμογής καθώς το μάτι δεν είναι πλέον σε θέση να εστιάσει το φως στον αμφιβληστροειδή. Η διόφθαλμη δυσλειτουργία μπορεί επίσης να είναι σύμπτωμα υπερμετρωπίας.
Η διόρθωση της υπερμετρωπίας μπορεί να επιτευχθεί με φακούς γυαλιών, φακούς επαφής ή διαθλαστική χειρουργική (PRK, LASIK). Οι φακοί που απαιτούνται για τη διόρθωση της υπερμετρωπίας είναι κυρτοί φακοί που συγκλίνουν τις ακτίνες φωτός που εισέρχονται στο μάτι για να φέρουν το εστιακό σημείο του ματιού στον αμφιβληστροειδή. Οι φακοί επαφής συνήθως δεν προτιμώνται μέχρι την εφηβεία.