Το πτερύγιο, είναι μια κοινή οφθαλμική επιφανειακή βλάβη που προέρχεται από τον επιπεφυκότα που βρίσκεται στο όριο με τον κερατοειδή με προοδευτική συμμετοχή του κερατοειδούς. Εμφανίζεται συχνότερα στο ρινικό άκρο του κερατοειδούς από το κροταφικό.
Η εμφάνιση του πτερύγιου συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία. Αυξημένη συχνότητα παρατηρείται σε γεωγραφικά πλάτη πλησιέστερα στον ισημερινό και σε άτομα με ιστορικό αυξημένης έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία (υπαίθρια εργασία). Μερικές μελέτες έχουν δείξει μια ελαφρώς υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στους άνδρες από τις γυναίκες.
Αν και συχνά ασυμπτωματικό, το πτερύγιο μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό της οφθαλμικής επιφάνειας. Όσο η βλάβη εξελίσσεται, η όραση μπορεί να επηρεαστεί από εμφάνιση αστιγματισμού.
Διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται με εξέταση στην σχισμοειδή λυχνία του επιπεφυκότα και του κερατοειδούς στη χαρακτηριστική θέση εντός της βλεμματικής σχισμής. Η διάγνωση είναι συνήθως σαφής κλινικά, αλλά η ιστοπαθολογική επιβεβαίωση πραγματοποιείται τακτικά, καθώς μπορεί να υπάρχει σχετιζόμενη δυσπλασία του υπερκείμενου ιστού.
Η υψηλής ανάλυσης οπτική τομογραφία συνοχής (OCT πρόσθιου τμήματος) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διαφοροποίηση του πτερύγιου από άλλες παθήσεις της οφθαλμικής επιφάνειας.
Αντιμετώπιση - Θεραπεία
Η φλεγμονή του πτερύγιου μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό, αίσθηση ξένου σώματος και δάκρυσμα το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να ανακουφιστεί με μη αγγειοσυσταλτικές και λιπαντικές σταγόνες και αλοιφές. Τοπικά κορτικοστεροειδή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση της φλεγμονής, αν και η μακροχρόνια χρήση δεν συνιστάται.
Η χειρουργική αφαίρεση ενδείκνυται εάν προκαλεί επίμονο ερεθισμό ανθεκτικό στην συντηρητική θεραπεία, προκαλεί θολή όραση λόγω αστιγματισμού ή περιορισμό της οφθαλμικής κινητικότητας.
Η χειρουργική αφαίρεση με μόσχευμα επιπεφυκότα από σημείο του ματιού που δεν έχει προσβληθεί είναι η επέμβαση εκλογής λόγω του χαμηλού ποσοστού επανεμφάνισης. Το ποσοστό υποτροπής 5-10% με ελάχιστο κίνδυνο επιπλοκών.